- βαρυδάκρυος
- βαρυδάκρυοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρυδάκρυος — βαρυδάκρυος, ον και βαρύδακρυς, υ (Α) αυτός που θρηνεί με πικρά δάκρυα … Dictionary of Greek
βαρυδάκρυον — βαρυδάκρυος masc/fem acc sg βαρυδάκρυος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek